δασκάλεμα

δασκάλεμα
το
1. η διδασκαλία.
2. συμβουλή, καθοδήγηση για επιτηδευμένη, ίσως και ψευδή συμπεριφορά: Του έγινε δασκάλεμα για το τι θα πρέπει να πει στη συνέντευξη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δασκάλεμα — το [δασκαλεύω] το να δασκαλεύει κανείς κάποιον …   Dictionary of Greek

  • διδασκάλευμα — και διδασκάλεμα και δασκάλεμα, το (ΜΝ) 1. μάθημα, διδασκαλία, ορμήνεμα 2. εισήγηση που στηρίζεται σε προηγούμενες πληροφορίες …   Dictionary of Greek

  • διδασκαλία — Βλ. λ. διδακτική. * * * η (AM διδασκαλία) [διδάσκαλος] 1. μετάδοση γνώσεων, διδαχή 2. νουθεσία, υπόδειξη, δασκάλεμα αρχ. νεοελλ. 1. το σύνολο τών διδαγμάτων θρησκείας, επιστήμης ή φιλοσοφικού συστήματος («η χριστιανική διδασκαλία») 2. η… …   Dictionary of Greek

  • μαστόρεμα — το [μαστορεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστορεύω, επιδιόρθωση, επισκευή, φτιάξιμο 2. μτφ. εξάσκηση, καθοδήγηση, δασκάλεμα …   Dictionary of Greek

  • νουθεσία — η (ΑΜ νουθεσία, Α και νουθετία και ιων. τ. νουθεσίη, Μ και νουθεσία) [νουθετώ] συμβουλή, παραίνεση και ιδίως εκείνη με ελαφρό τόνο μομφής, δασκάλεμα, ορμήνευμα μσν. 1. έλεγχος, επιτίμηση 2. διδασκαλία 3. καθοδήγηση …   Dictionary of Greek

  • νουθεσία — η συμβουλή, παραίνεση, ορμήνια, δασκάλεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορμήνια — η συμβουλή, νουθεσία, καθοδήγηση, κατήχηση, δασκάλεμα: Ν’ ακούς τις ορμήνιες των γονιών σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”